- αισχρογράφημα
- το, -ατοςκείμενο ή εικόνα αισχρού περιεχομένου: Τατελευταία χρόνια τα αισχρογραφήματα πλήθυναν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.